πνευματίη — πνευμάτιος portending wind fem nom/voc sg (epic ionic) πνευματίας masc voc sg (epic ionic) πνευματιάω pres imperat act 2nd sg (doric) πνευματιάω imperf ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματίῃσι — πνευμάτιος portending wind fem dat pl (epic ionic) πνευματίας masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματίῃσιν — πνευμάτιος portending wind fem dat pl (epic ionic) πνευματίας masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματίας — πνευματίᾱς , πνευμάτιος portending wind fem acc pl πνευματίᾱς , πνευμάτιος portending wind fem gen sg (attic doric aeolic) πνευματίᾱς , πνευματίας masc acc pl πνευματίᾱς , πνευματίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) πνευματίᾱς ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευμάτιον — a little breath neut nom/voc/acc sg πνευμάτιος portending wind masc acc sg πνευμάτιος portending wind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις … Dictionary of Greek
πνευματίαι — πνευματίᾱͅ , πνευμάτιος portending wind fem dat sg (attic doric aeolic) πνευματίας masc nom/voc pl πνευματίᾱͅ , πνευματίας masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματίαν — πνευματίᾱν , πνευμάτιος portending wind fem acc sg (attic doric aeolic) πνευματίᾱν , πνευματίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) πνευματίας masc acc sg πνευματίᾱν , πνευματιάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πνευματίᾱν , πνευματιάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματίου — πνευμάτιον a little breath neut gen sg πνευμάτιος portending wind masc/neut gen sg πνευματίας masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματίῳ — πνευμάτιον a little breath neut dat sg πνευμάτιος portending wind masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)